παρανθώ

παρανθώ
-έω, Α [ανθώ]
(για φυτά που παράγουν άνθη κατά διαδοχή) ανθίζω μερικώς («συμβαίνει δὲ καὶ παρανθεῑν αὐτοῡ μέρος ἄλλο καὶ ἄλλο», Θεόφρ.)
2. ανθίζω κοντά
3. μτφ. παρακμάζω («σφαλερά ή πάροινος ελευθερία παρανθεῑν δυναμένη», Κλήμ. Αλ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”